κερτομία
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
ἡ, mockery, in plural, κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.20.202, 433; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od.20.263.
German (Pape)
[Seite 1425] ἡ, Schmähung, Spott, Hom. im plur., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il. 20, 201. 433, κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od. 20, 263.
Greek (Liddell-Scott)
κερτομία: ἡ, = τῷ προηγ., ἐν τῷ πληθ. κερτομίας ἤδ’ αἴσυλα μυθήσασθαι Ἰλ. Υ. 202, 433· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Ὀδ. Υ. 263.
Greek Monolingual
κερτομία, ἡ (Α) κέρτομος
κερτόμησις, σκώμμα, χλευασμός («κερτομίας καί χεῖρας ἀφέξω», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
κερτομία: ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερτομία -ας, ἡ [κερτομέω] meestal plur. bespotting.
Russian (Dvoretsky)
κερτομία: ἡ Hom. (только pl.) = κερτόμησις.
Middle Liddell
κερτομία, ἡ, [from κερτομέω
= κερτόμησις, jeering, mockery, in plural, κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od.