κιμβεία

From LSJ
Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιμβεία Medium diacritics: κιμβεία Low diacritics: κιμβεία Capitals: ΚΙΜΒΕΙΑ
Transliteration A: kimbeía Transliteration B: kimbeia Transliteration C: kimveia Beta Code: kimbei/a

English (LSJ)

ἡ, stinginess, Arist.VV 1251b5, Hsch. (where for σκιφία read σκνιφία):—prob. f.l. for κιμβ-ικεία or κιμβ-ικία, cf. Phot. and Suid. s.v. κίμβικα, Arist. l. c. ap.Stob.3.1.194.

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, = κιμβικεία, bei Arist. de virt. et vit. z. E. neben αἰσχροκερδία u. φειδωλία genannt, von kleinlicher Knauserigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

κιμβεία: ἡ, φειδωλία, φιλαργυρία, μικρολογία, γλισχρότης, Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 3· ὁ ἀνάλογος τύπος θὰ ἦτο κιμβικεία (καὶ τοῦτον πιθανῶς ἐνόουν ὁ Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. κίμβικα) ἢ κιμβικία, (κατὰ τὸ Λεξικὸν Seguer., ἔνθα ἀντὶ σφηκία ἀνάγνωθι σκνιφία).

Greek Monolingual

κιμβεία, ἡ (Α)
η τσιγγουνιά, η φιλαργυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιμβ- (του κίμβιξ) + επίθημα -εία (πρβλ. ανδρεία, υγιεία)].

Russian (Dvoretsky)

κιμβεία:болезненная скупость, скаредность, жадность Arst.