κλήθρα

From LSJ
Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλήθρα Medium diacritics: κλήθρα Low diacritics: κλήθρα Capitals: ΚΛΗΘΡΑ
Transliteration A: klḗthra Transliteration B: klēthra Transliteration C: klithra Beta Code: klh/qra

English (LSJ)

Ion. κλήθ-ρη, ἡ, alder, Alnus glutinosa, Od.5.64, 239, Thphr. HP1.4.3, 3.3.1.

German (Pape)

[Seite 1450] ἡ, ion. κλήθρη, die Erle, Eller, Else; Od. 5, 239; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κλήθρα: Ἰων -ρη, ἡ, εἶδος δένδρου παρυδατίου, ὅπερ νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
aune, arbre.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη)
νεοελλ.
βοτ. το φυτό σκλήθρο
αρχ.
ονομασία του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. klādhrā «κλήθρα»].

Greek Monotonic

κλήθρα: Ιων. -ρη, , είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της σήμερα η σκλήθρα, πιθ. alnus, και αποκαλείται ακόμα κλέθρα, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλήθρα -ας, ἡ els (boom).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: alder, Alnus glutinosa (Od., Thphr.).
Other forms: ion. -ρη
Derivatives: κλήθρινος of alder (Ath. Mech.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Has been connected with NHG dial. lutter, ludere, ludern Alpenerle, Betula nana as IE. *klādhrā. Cf. Schrader-Nehring Reallex. 1, 259, where also on other IE. names of the alder. Unclear to me.

Middle Liddell


the alder, prob. alnus, still called κλέθρα in Greece, Od.

Frisk Etymology German

κλήθρα: {klḗthra}
Forms: ion. -ρη
Grammar: f.
Meaning: Erle, Alnus glutinosa (Od., Thphr.)
Derivative: mit κλήθρινος aus Erle (Ath. Mech.).
Etymology: Kann mit nhd. dial. lutter, ludere, ludern Alpenerle, Betula nana identisch sein, idg. *klādhrā. Schrader BB 15, 289, Schrader-Nehring Reallex. 1, 259; daselbst auch andere idg. Benennungen der Erle.
Page 1,872