κορώνεως
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
(sc. συκῆ), ἡ, a fig of raven-grey colour, Ar.Pax628.
Greek (Liddell-Scott)
κορώνεως: -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα χρῶμα κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. κοράκεως. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κορώνεως· ἀμπέλου ἢ συκῆς εἶδος».
French (Bailly abrégé)
ω;
adj. f.
à fruits noirs (figuier, raisin).
Étymologie: κορώνη¹.
Greek Monolingual
κορώνεως, -ω, ἡ (Α)
συκιά που έχει χρώμα κουρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα -εως (πρβλ. κανθάρεως, χελιδόνεως)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορώνεως -ω, ὁ [κορώνη] zwarte vijg.
Russian (Dvoretsky)
κορώνεως: ω adj. f черная как ворона (συκῆ Arph.).
Middle Liddell
κορώνεως συκῆ, ἡ, a fig of raven-gray colour, Ar. [from κορώνη