κόλασμα

From LSJ
Revision as of 02:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλασμα Medium diacritics: κόλασμα Low diacritics: κόλασμα Capitals: ΚΟΛΑΣΜΑ
Transliteration A: kólasma Transliteration B: kolasma Transliteration C: kolasma Beta Code: ko/lasma

English (LSJ)

ατος, τό, chastisement, Ar.Fr.385, X.Cyr.3.1.23, Critias 25.4 D., AP5.217.7 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1472] τό, Züchtigung, Strafe; Xen. Cyr. 3, 1, 19; Plut. Crass. 10; Agath. 14 (V, 218).

Greek (Liddell-Scott)

κόλασμα: τό, τιμωρία, Ἀριστ. παρ’ Α. Β. 105, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 23, Κριτίας 9. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
châtiment, peine.
Étymologie: κολάζω.

Greek Monolingual

το (Α κόλασμα) κολάζω
νεοελλ.
1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης
2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός
αρχ.
κολασμός, τιμωρίακόλασμα τοῖς κακοῖς ἐγίγνετο», Κριτί.).

Greek Monotonic

κόλασμα: -ατος, τό (κολάζω), μαστίγωση, τιμωρία, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλασμα -τος, τό [κολάζω] straf.

Russian (Dvoretsky)

κόλασμα: ατος τό наказание, кара, взыскание Xen., Plut.

Middle Liddell

κόλασμα, ατος, τό, κολάζω
chastisement, Xen.