λόχμιος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον, = λοχμαῖος, τράγος AP 6.32 (Agath.); τὰ λόχμια, = λόχμη, Ps.-Luc.Philopatr.10 (δόχμια codd.).
German (Pape)
[Seite 66] = λοχμαῖος, von den Bienen, Agath. 29 (VI, 32).
Greek (Liddell-Scott)
λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, τράγος Ἀνθ. Π. 6. 32· τὰ λόχμια = λόχμη, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 12, ἐξ εἰκασίας ἀντὶ δόχμια.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de taillis ; τὰ λόχμια les taillis.
Étymologie: λόχμη.
Greek Monolingual
λόχμιος, -ον (Α) λόχμη
1. λοχμαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόχμια
η λόχμη.
Greek Monotonic
λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λόχμιος: живущий в чащах, лесной (τράγος Anth.).