λιπαρόγειος
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ον, with rich soil, Sch.D Il.18.541.
German (Pape)
[Seite 50] mit fetter Erde, fettem Boden, Schol. Il. 18, 541.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρόγειος: -ον, ἔχων πλούσιον ἔδαφος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 541.
Greek Monolingual
λιπαρόγειος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει πλούσιο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + -γειος (< γῆ), πρβλ. λεπτόγειος.