μεμαίκυλον
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
v. μιμαίκυλον. μεμαῖνα· ἀληλλιμένα, Hsch. μεμακυῖα, v. μηκάομαι. μεμαλισμένους· μεμαλαγμένους, ἢ παραφρονοῦντας, μαινομένους, Id. μεμάποιεν, μέμαρπον, v. μάρπτω. μεμβλάσαι· συνδῆσαι, Id. μέμβλεται, μέμβλετο, v. μέλω. μέμβλωκα, v. βλώσκω. μεμβλώντων· τυχόντων, Id.
Greek (Liddell-Scott)
μεμαίκυλον: ἴδε ἐν λέξ. μιμαίκυλον.
Greek Monolingual
μεμαίκυλον, τὸ (Α)
βλ. μιμαίκυλον.