Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετεξέτεροι

From LSJ
Revision as of 04:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεξέτεροι Medium diacritics: μετεξέτεροι Low diacritics: μετεξέτεροι Capitals: ΜΕΤΕΞΕΤΕΡΟΙ
Transliteration A: metexéteroi Transliteration B: metexeteroi Transliteration C: metekseteroi Beta Code: metece/teroi

English (LSJ)

αι, α, Ion. Pron., = ἔνιοι, some among many, certain, Hdt.1.63,95, 199, al., Hp.Fract.11, al.; χρῆσις μετεξετέρη a certain amount of use, Id.Art.52. (μετ' ἐξετέρην shd. be written divisim in Nic.Th.588.)

German (Pape)

[Seite 158] αι, α, einige Andere, = ἕτεροί τινες, Her. 1, 63 u. öfter; fem., 1, 99; den sing. μετεξετέρην hat Nic. Ther. 588.

Greek (Liddell-Scott)

μετεξέτεροι: -αι, -α, Ἰων. ἀντωνυμ., = ἔνιοι, τινὲς μεταξὺ πολλῶν, μερικοί, Ἡρόδ. 1, 63, 95, 199, κ. ἀλλ., καὶ Ἱππ.: - ὁ Νίκανδρ. ἐν Θηρ. 588 ἔχει τὸ ἑνικόν.

French (Bailly abrégé)

mot surtout ion.
quelques autres, propr. « d'autres successivement ».
Étymologie: μετά, ἐξ, ἕτερος.

Greek Monolingual

μετεξέτεροι, -αι, -α (Α)
ιων. τ.
1. κάποιοι μεταξύ πολλών, μερικοί
2. (σπάν. στον εν.) φρ. «χρῆσις μετεξετέρη» — κάποια ποσότητα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐξέτεροι «μερικοί»].

Greek Monotonic

μετεξέτεροι: -αι, -α, Ιων. αντων., = ἔνιοι, κάποιοι μεταξύ πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μετεξέτεροι: некоторые (из них): μ. αὐτῶν Her. кое-кто из них.

Middle Liddell

[ionic Pron., = ἔνιοι
some among many, certain persons, Hdt.