ξιφοκτόνος

From LSJ
Revision as of 05:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοκτόνος Medium diacritics: ξιφοκτόνος Low diacritics: ξιφοκτόνος Capitals: ΞΙΦΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: xiphoktónos Transliteration B: xiphoktonos Transliteration C: ksifoktonos Beta Code: cifokto/nos

English (LSJ)

ον, slaying with the sword, χέρες S.Aj.10; δίωγμα E.Hel.354 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 280] mit dem Schwerte tödtend; χέρες, Soph. Ai. 10; ξιφοκτόνον δίωγμα λαιμορύτου σφαγᾶς, Eur. Hel. 630; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοκτόνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ξίφους φονεύων, Σοφ. Αἴ. 10· πρβλ. δίωγμα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue avec l’épée.
Étymologie: ξίφος, κτείνω.

Greek Monolingual

ξιφοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει με ξίφος (α. «ξιφοκτόνος χέρας», Σοφ.
β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monotonic

ξῐφοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει με σπαθί, ξίφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφοκτόνος: убивающий (разящий) мечом (χέρες Soph.; δίωγμα Eur.).

Middle Liddell

ξῐφο-κτόνος, ον, κτείνω
slaying with the sword, Soph.

English (Woodhouse)

slaying with the sword

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)