Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπικερδής

From LSJ
Revision as of 07:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικερδής Medium diacritics: ἐπικερδής Low diacritics: επικερδής Capitals: ΕΠΙΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: epikerdḗs Transliteration B: epikerdēs Transliteration C: epikerdis Beta Code: e)pikerdh/s

English (LSJ)

ές, profitable, advantageous, TAM2(1).245 (Lycia), Aesop.137, Vett.Val.189.30, al., Heph.Astr.2.30, App.BC1.57.

German (Pape)

[Seite 948] ές, Gewinn bringend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lucratif.
Étymologie: ἐπί, κέρδος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐπικερδής)
αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελήςεπικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.)
αρχ.
(για τον κερδώο Ερμή) προστάτης του εμπορίου, του κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ὲπικερδής», Αίσωπ.).
επίρρ...
επικερδώς
με τρόπο επικερδή, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κερδής (< κέρδος)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπικερδής: прибыльный, выгодный (ναυτιλία Luc.).