ἀμφηρικός

From LSJ
Revision as of 10:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφηρικός Medium diacritics: ἀμφηρικός Low diacritics: αμφηρικός Capitals: ΑΜΦΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: amphērikós Transliteration B: amphērikos Transliteration C: amfirikos Beta Code: a)mfhriko/s

English (LSJ)

ή, όν, = ἀμφήρης ΙΙ: ἀκάτιον ἀ. sculling-boat, Th.4.67.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφηρικός: -ή, -όν, = ἀμφήρης, ΙΙ., ἀκάτιον ἀμφ., ἐλαφρὸν ἐφόλκιον, ἐν τῷ ὁποίῳ ἕκαστος ἐρέτης ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ ἁπλῶς δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
à double aviron, càd manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.
Étymologie: ἀμφί, ἐρέσσω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de remos en ambos lados, ἀκάτιον Th.4.67, cf. Hsch., Poll.1.82, Phot.p.98R., σκαφίδιον Sud.

Greek Monolingual

ἀμφηρικός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφήρης
ο αμφήρης (ΙΙ) «ἀκάτιον ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη βάρκα (κατά τον Ησύχ. «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας»).

Greek Monotonic

ἀμφηρικός: -ή, -όν, με κουπιά και από τις δυο μεριές, κινούμενος με διπλά κουπιά, λέγεται για βάρκα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφηρικός: с двумя рядами весел, парновесельный (ἀκάτιον Thuc.).

Middle Liddell

[from ἀμφήρης
rowed on both sides, worked by sculls, of a boat, Thuc.