ἀνέλεος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ον, unmerciful, Ep.Jac.2.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλεος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, Ἐπιστ. Ἰακώβ. βϳ, 13 Lachm (κοινῶς ἀνίλεως).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans pitié, sans compassion.
Étymologie: ἀ, ἔλεος.
Spanish (DGE)
-ον
inmisericorde, implacable ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος pues el juicio (será) implacable para quien no tuvo misericordia, Ep.Iac.2.13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέλεος, -ον)
χωρίς οίκτο, ανηλεής, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].
Greek Monotonic
ἀνέλεος: -ον, ανελέητος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνέλεος: NT = ἀνελεήμων.
Middle Liddell
unmerciful, NTest.
Chinese
原文音譯:¢n⋯lewj 安-衣累哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-慈祥的
字義溯源:無情的,無仁慈的,無憐憫的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἵλεως)*=歡愉的)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 無憐憫的(1) 雅2:13