ἀοριστώδης
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
indefinite, φαντασία Hierocl. p.39A., cf. A.D.Pron.5.14, Synt.27.4, al.; ἀ. χρόνος Eust.1755.58. Adv., A.D.Synt.70.1.
German (Pape)
[Seite 273] ες, von unbestimmter Art, Ap. Dysc. synt. p. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοριστώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀορίστῳ, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 68, κτλ.
Spanish (DGE)
-ες
1 indefinido φαντασία Hierocl.p.39, πρόσωπον A.D.Synt.27.4, de los pronombres, A.D.Pron.5.14, ἀ. χρόνος Eust.1755.58.
2 adv. -ῶς dé forma indefinida ἀ. νοεῖσθαι A.D.Synt.69.21, 70.1, cf. Sch.Er.Il.8.235.
Greek Monolingual
ἀοριστώδης (-ους), -ες (AM)
ο ακαθόριστος.