εἰκαιοβουλία
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ἡ, rashness, Hsch.
German (Pape)
[Seite 726] ἡ, Unüberlegtheit, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιοβουλία: ἡ, «ματαιοβουλία», Ζωναρ. 631, «ματαιοφροσύνη», Σουΐδ. ἐν λέξει, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙ. 69C, ΙΙΙ. 396C.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
temeridad, atrevimiento τῆς ἑαυτῶν εἰκαιοβουλίας οὐκ ἀγαθὰς εὑρήσουσιν ἀμοιβάς ref. a los adoradores de ídolos Cyr.Al.M.71.197C, cf. 300D, 72.213D, de Judas, Procl.CP Or.M.65.781A
•baladronada, insensatez Hsch., Sud.
Greek Monolingual
εἰκαιοβουλία, η (Α)
βιασύνη, επιπολαιότητα.