εὐκατάφορος

From LSJ
Revision as of 10:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάφορος Medium diacritics: εὐκατάφορος Low diacritics: ευκατάφορος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: eukatáphoros Transliteration B: eukataphoros Transliteration C: efkataforos Beta Code: eu)kata/foros

English (LSJ)

ον, prone towards, πρός τι Arist.EN1109a15, Plu.2.503c.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht sich herunterbewegend, leicht in Etwas verfallend, bes. in einen Fehler, übh. wozu geneigt, πρὸς ἀκολασίαν Arist. Eth. 2, 8, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάφορος: -ον, ἔχων κλίσιν πρός τι, Λατ. Proclivis, πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 8, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très porté à, enclin à, πρός et l’acc..
Étymologie: εὖ, καταφέρω.

Greek Monolingual

εὐκατάφορος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾶλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά-φορος (< κατα-φέρω)].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατάφορος: наклонный, склонный (πρός τι Arst., Plut., Diod.).