ἀφίδρυσις

From LSJ
Revision as of 10:51, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφίδρῡσις Medium diacritics: ἀφίδρυσις Low diacritics: αφίδρυσις Capitals: ΑΦΙΔΡΥΣΙΣ
Transliteration A: aphídrysis Transliteration B: aphidrysis Transliteration C: afidrysis Beta Code: a)fi/drusis

English (LSJ)

εως, ἡ, Setting up a statue, Id.8.7.2, Plu. 2.1136a.

German (Pape)

[Seite 410] ἡ, das Aufstellen, Weihen einer (nach einem Vorbild gearbeiteten) Statue, τοῦ ἱεροῦ Strab. VIII, 7, 384; Plut. de mus. 14 ἀγάλματος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφίδρῡσις: -εως, ἡ, ἵδρυσιςκαθιέρωσις ἀγάλματος πεποιημένου κατ’ ἀπομίμησιν ἀρχετύπου, Στράβων 385, Πλούτ. 2. 1136Α.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 elemento transferido de un santuario para hacer una filial Ἴωνας αἰτεῖν πέμψαντας ... τὸ βρέτας τοῦ Ποσειδῶνος, εἰ δὲ μή, τοῦ γε ἱεροῦ τὴν ἀφίδρυσιν Heraclid.Pont.46a.
2 erección, colocación de una estatua θεαροδόκον ... διὰ τὰν ἀφίδρυσιν τοῦ θεοῦ IG 42.60.10 (Epidauro II a.C.), καὶ ἡ ἐν Δήλῳ δὲ τοῦ ἀγάλματος αὐτοῦ ἀφίδρυσις ἔχει ἐν μὲν τῇ δεξιᾷ τόξον, ἐν δὲ ἀριστερᾷ Χάριτας Plu.2.1136a.

Greek Monolingual

ἀφίδρυσις, η (Α) αφιδρύομαι
το να στηθεί άγαλμα ή ανδριάντας σε κάποιο σημείο.

Russian (Dvoretsky)

ἀφίδρῡσις: εως ἡ установление, установка (ἀγάλματος Plut.).