ἀτέλευτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, endless, eternal, ὕπνος A.Ag.1451 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 384] (τελευτή), endlos, ewig, ὕπνος Aesch. Ag. 1426.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέλευτος: -ον, ἀτελεύτητος, αἰώνιος, τὸν ἀεὶ φέρουσ’ ἐν ἡμῖν Μοῖρ’ ἀτελεύτον ὕπνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1451.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fin, éternel.
Étymologie: ἀ, τελευτή.
Spanish (DGE)
-ον interminable ὕπνος A.A.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτέλευτος, -ον) τελευτή
αυτός που δεν έχει τέλος, ατελεύτητος, αιώνιος («ἀτέλευτος ὕπνος» — ο θάνατος)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τελειώσει, ημιτελής
2. άπειρος, αμέτρητος.
Greek Monotonic
ἀτέλευτος: -ον (τελευτή), ατελεύτητος, ατελείωτος, αιώνιος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτέλευτος: нескончаемый, бесконечный (ὕπνος Aesch.).