ἡμερία

From LSJ
Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερία Medium diacritics: ἡμερία Low diacritics: ημερία Capitals: ΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: hēmería Transliteration B: hēmeria Transliteration C: imeria Beta Code: h(meri/a

English (LSJ)

Dor. ἁμ- (sc. ὥρα), ἡ, = ἡμέρα, S.Aj.208 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1165] ἡ, s. ἡμέριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερία: (ἐνν. ὥρα), ἡ, ἡμέρα, ἡ τῶν χ/φων γραφὴ ἐν Σοφ. Αἴ. 208· ὁ Thiersch. προέτεινεν ἡρεμία, ὁ Herm. εὐμαρία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le jour.
Étymologie: fém. de ἡμέριος, s.e. ὥρα.

Greek Monolingual

ἡμερία, δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α)
η Ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ημέρ-ιος (< ημέρα)].

Greek Monotonic

ἡμερία: (ενν. ὥρα), ἡ, = ἡμέρα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερία: ἡ (sc. ὥρα) день (Soph. - v.l. εὐμαρία и ἠρεμία).

Middle Liddell

sc. ὥρα, = ἡμέρα, Soph.