ἡμερούσιος
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
α, ον, daily, Gloss. Adv. -σίως PSI4.287.12 (iv A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1166] täglich, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερούσιος: ία, ιον, = ἡμερήσιος. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἡμερούσιος, -ία, -ιον (AM)
ημερήσιος, καθημερινός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμερούσιον
ημερήσια πληρωμή, μεροκάματο
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμερούσιον
καθημερινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + κατάλ. -ούσιος κατά το επιούσιος].