ἰάνθινος

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰάνθῐνος Medium diacritics: ἰάνθινος Low diacritics: ιάνθινος Capitals: ΙΑΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: iánthinos Transliteration B: ianthinos Transliteration C: ianthinos Beta Code: i)a/nqinos

English (LSJ)

η, ον, (ἴον, ἄνθος) violet-coloured, ἱμάτιον Str.15.3.19, cf. Plin.HN21.27, Aq., Sm.Ex.25.5:—Subst. ἴανθος, ὁ, or ἴανθον, τό,= ἴον, Hsch., Theognost.Can.18.

German (Pape)

[Seite 1233] violetfarbig, Plin. H. N. 21, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἰάνθῐνος: -η, -ον, (ἴον, ἄνθος) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, παρὰ Πλιν. οὐσιαστ. ἴανθος, ὁ, ἢ ἴανθον, τό, = ἴον, «ἴανθον· ἄνθος, καὶ χρῶμά τι πορφυροειδές» Ἡσύχ., Θεογνώστου Κανόνες 18. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰάνθινος, -ίνη, -ον)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ιανθίνη
ζωολ. πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας janthinidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίον «βιολέτα» + επίθ. άνθινος (< άνθος). Από το ιάνθινος προέρχεται υποχωρητικά η λ. ίανθος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. janthina «ιανθίνη»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: violet-coloured (Str., Plin., Aq., Sm.).
Derivatives: A backformation is ἴανθος m., -ον n. = ἴον (H., Theognost.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. violet-flowered, from ἄνθινος (s. on ἄνθος) with determining ἴον. Diff. on ἴανθος Deroy, Glotta 35, 193.

Frisk Etymology German

ἰάνθινος: {iánthinos}
Grammar: Adj.
Meaning: veilchenfarben, violett (Str., Plin., Aq., Sm.).
Derivative: Daraus rückgebildet ἴανθος m., -ον n. = ἴον (H., Theognost.).
Etymology : Eig. ‘veilchenblumig, -bunt’, von ἄνθινος (s. zu ἄνθος) mit determinierendem ἴον. Anders über ἴανθος Deroy Glotta 35, 193.
Page 1,704