ἧσσα

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἧσσα Medium diacritics: ἧσσα Low diacritics: ήσσα Capitals: ΗΣΣΑ
Transliteration A: hē̂ssa Transliteration B: hēssa Transliteration C: issa Beta Code: h(=ssa

English (LSJ)

Att. ἧττα, ης, ἡ, defeat, discomfiture, Th.5.12,7.72, Pl.Lg. 638b; πολέμου in war, Id.La.196a; ἧττα . . πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Aeschin.3.111, cf. Plu.2.840c; μὴ δι' ἧτταν, ἀλλὰ διὰ προαίρεσιν Arist.EN1150a24; ἧτταν προσίεσθαι = to let oneself be conquered, X.Cyr.3.3.45: c. gen. rei, yielding or giving way to a thing, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν, Pl.Lg.869e (pl.); ἡ ἐν τοῖς τοιούτοις ἧ. καλή D.Ep.3.45; ἡ ὑπὸ τῶν λιπαρούντων ἧ. Plu.Brut.6.

German (Pape)

[Seite 1177] ἡ, Thuc. 7, 72, att. ἧττα (vgl. ἥττων), Niederlage; Ggstz von νίκη, Plat. Legg. I, 638 b Lach. 196 a; ἧτταν προσίεται, läßt sich besiegen, Xen. Cyr. 3, 3, 45; Folgde; αἰσχρὰν ἧτταν ἡττᾶσθαι Plut. Fab. 13. Uebh. das den Kürzern Ziehen, Unterliegen, τοῦ πώματος, ἡδονῶν, den Lüsten, Plat. Legg. I, 648 e IX, 869 e u. Sp.; auch im Proceß, vgl. ἧτταν αὐτοῖς εἶναι πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Aesch. 3, 111.

Greek (Liddell-Scott)

ἧσσα: ἐν τῇ νεωτ. Ἀτθίδ. ἧττα, ης, ἡ, ἀντίθ. τῷ νίκη, Θουκ. 5. 13., 7. 72, Πλάτ. Νόμ. 638Β· πολέμου, ἐν πολέμῳ, ὁ αὐτ. Λάχ. 196Α· ἧττα... πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Αἰσχίν. 69. 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 840D· ἧτταν προσίεμαι, ἀφίνω, δέχομαι νὰ νικηθῶ, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ― μετὰ γεν. πράγμ., ὑποχώρησις εἴς τι, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Πλάτ. Νόμ. 869Ε· ἡ ἐν τοιούτοις ἧττα Δημ. 1486. 3· ἡ ὑπὸ τῶν λιπαρούντων ἧττα Πλούτ. ἐν Βρούτ. 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
infériorité :
1 échec, défaite à la guerre ; perte d’un procès;
2 action de se laisser dominer par : ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν PLAT par les plaisirs, par les désirs;
3 action de se laisser aller au découragement.
Étymologie: ἦκα.

Greek Monolingual

ἧσσα, ή (Α)
αρχ. αττ. τ. του μετγν. αττ. τ. ἧττα.

Greek Monotonic

ἧσσα: Αττ. ἧττα, -ης, ἡ (ἥσσων), υποχώρηση, ήττα, αντίθ. προς το νίκη, σε Θουκ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., υποχώρηση σε κάτι· ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἧσσα: атт. ἧττα
1) поражение, неудача, провал (πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν Aeschin.): διὰ τὸ καταπεπλῆχθαι τῇ ἥσσῃ Thuc. из-за подавленного в связи с поражением состояния; τῶν Ἀθηναίων ἥσσῃ ἀπεληλυθότων Thuc. поскольку афиняне, потерпев поражение, ушли; ἥτταν προσιεσθαι Xen. потерпеть поражение;
2) побежденность, подвластность: δι᾽ ἥττης ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν καὶ φθονῶν Plat. из-за подверженности (непреодолимого влечения к) наслаждениям, страстям и зависти.

Middle Liddell

ἥσσων
a defeat, discomfiture, opp. to νίκη, Thuc., etc.:—c. gen. rei, a giving way to a thing, ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Plat.