ὀροδαμνίς
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of ὀρόδαμνος, sprig, spray, Theoc.7.138.
German (Pape)
[Seite 385] ίδος, ἡ, dim. von ὀρόδαμνος, Theocr. 7, 138.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ὀρόδαμνος, κλαδίσκος, κλωνάριον, Θεόκρ. 7. 138.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
dim. de ὀρόδαμνος.
Greek Monolingual
ὀροδαμνίς, ἡ (Α) ορόδαμνος
μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι.
Greek Monotonic
ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του επόμ., βλασταράκι, κλαδάκι, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀροδαμνίς: ίδος ἡ веточка, сучок Theocr.
Middle Liddell
ὀροδαμνίς, ίδος, ἡ, [Dim. of ὀρόδαμνος
a sprig, spray, Theocr.