ὁμόνοος

From LSJ
Revision as of 11:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόνοος Medium diacritics: ὁμόνοος Low diacritics: ομόνοος Capitals: ΟΜΟΝΟΟΣ
Transliteration A: homónoos Transliteration B: homonoos Transliteration C: omonoos Beta Code: o(mo/noos

English (LSJ)

ον, contr. ὁμό-νους, ουν, of one mind, united, Democr.255, Poll.6.155. Adv. -νόως X.Cyr.6.4.15, Ages.1.37, D.L.4.22.

German (Pape)

[Seite 338] zsgzgn -νους, ουν, gleichgesinnt, gleiche Gedanken, Ansichten habend, Sp. – Adv. ὁμονόως, einmüthig, einträchtig, Xen. Cyr. 6, 4, 15 Ages. 1, 37 u. Sp., vgl. Lob. Phryn. 142.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόνοος: -ον, συνῃρ. νους, νουν, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν νοῦν, σύμφωνος, Λατ. concors, Πολυδ. Ϛ΄, 155. Ἐπίρρ. -νόως, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 15, Ἀγησ. 1, 37· περὶ τοῦ τύπου τούτου ἴδε Λοβ. Φρύν. 142. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 172.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
de même sentiment.
Étymologie: ὁμός, νόος.

Greek Monotonic

ὁμόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει την ίδια γνώμη, ομόγνωμος, Λατ. concors· επίρρ. -νόως, σε Ξεν.