ὁμοιοειδής

From LSJ
Revision as of 11:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοειδής Medium diacritics: ὁμοιοειδής Low diacritics: ομοιοειδής Capitals: ΟΜΟΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: homoioeidḗs Transliteration B: homoioeidēs Transliteration C: omoioeidis Beta Code: o(moioeidh/s

English (LSJ)

ές, of like form, species or kind, τινι Isoc.15.178, Arist.Cael.276b5,308b8 (v.l. ὁμοειδής), Epicur.Ep.1p.25U. (v.l. ὁμοειδής); τέρατα ὁμοιοειδῆ κανθάρῳ POxy.465.226 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 335] ές, gleichartig, von ähnlichem Ansehen; τινί, Isocr. 15, 178; S. Emp. adv. log. 1, 131; D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοειδής: -ές, ὁ τῆς αὐτῆς μορφῆς, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, Ἀριστ. Φυσικ. 1. 4, 13, π. Οὐρ. 1. 8, 4., 4, 2, 2, κ. ἀλλ., ἀλλὰ συχν. μετὰ διαφ. γραφ. ὁμοειδής.

French (Bailly abrégé)

ής, έν;
de même apparence, de même espèce.
Étymologie: ὅμοιος, εἶδος.

Greek Monolingual

ὁμοιοειδής, -ές (Α)
ομοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοειδής: одинакового вида, похожий по виду (τινι Isocr.).