ὑπεκπέμπω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
send out secretly, δύο ναῦς Th.4.8; ὑ. τινὰ χθονός E.Hec.6; ὑ. [τινὰ] λάθρᾳ ἄλλους ἐς οἴκους Id.Andr.47:—Pass., c. acc. loci, τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην to Phocis, S.El.1350.
German (Pape)
[Seite 1186] heimlich heraus-, fort-, wegschicken; οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθείᾳ χεροῖν Soph. El. 1342; τῆς χθονός Eur. Hec. 6; Thuc. 4, 8; Plut. Thes. 35.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκπέμπω: ἐκπέμπω κρυφίως, δύο νέας Θουκ. 4. 8· ὑπ. τινὰ χθονὸς Εὐρ. Ἑκ. 6· ὑπ. τινὰ λάθρα ἄλλους ἐς οἴκους ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 47. ― Παθητ., μετ’ αἰτ. τόπου, οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθίᾳ χεροῖν Σοφ. Ἠλ. 1350 πρβλ. ὑπεκτίθεμαι.
French (Bailly abrégé)
envoyer secrètement hors de : τινα χθονός EUR qqn hors d’un pays ; Pass. être envoyé secrètement vers ou dans, acc. ; soustraire en envoyant, envoyer pour mettre à l’abri.
Étymologie: ὑπό, ἐκπέμπω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ὑπεκπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά μυστικά, σε Θουκ., Ευρ. — Παθ., με αιτ. τόπου, τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην, στάλθηκα κρυφά, μυστικά στην Φωκίδα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκπέμπω: тайно посылать (τινὰ Τρωϊκῆς χθονός Eur.; δύο ναῦς Thuc.): ὑπεκπεμφθῆναι τὸ Φωκέων πέδον Soph. быть тайно посланным в Фокидскую равнину.
Middle Liddell
fut. ψω
to send out secretly, Thuc., Eur.: —Pass., c. acc. loci, τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην I was sent out secretly to Phocis, Soph.