εὐῶπις

From LSJ
Revision as of 11:30, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐῶπις Medium diacritics: εὐῶπις Low diacritics: ευώπις Capitals: ΕΥΩΠΙΣ
Transliteration A: euō̂pis Transliteration B: euōpis Transliteration C: evopis Beta Code: eu)w=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (ὤψ) fair-eyed, or fair to look on, εὐώπιδα κούρην Od. 6.113,142, h.Cer.333, cf. S.Tr.523 (lyr.), Pae.Erythr.13, Call.Dian. 204; εὐ. Σελάνα Pi.O.10(11).74: in later Prose, of Hera, Max.Tyr. 14.6.

German (Pape)

[Seite 1111] ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn, mit schönen Augen, schönem Angesicht; εὐώπιδα κούρην Od. 6, 113; h. Cer. 333; Σελάνα Pind. Ol. 11, 77; Soph. Tr. 520 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1090.

Greek (Liddell-Scott)

εὐῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ ὡραῖος τὴν ὄψιν, εὐώπιδα κούρην Ὀδ. Ζ. 113. 142, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 334, πρβλ. Σοφ. Τρ. 523· εὐῶπις Σελάνα Πινδ. Ο. 10 (11). 90· - ἀναγινωσκόμενον παρά τινων ὡς ἀρσεν. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 8. 12, πρβλ. Ἰακώψιον ἐν τόπω· ἴδε ἐν λέξ. εὐώψ.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
aux beaux yeux ou beau à voir.
Étymologie: εὖ, ὤψ.

English (Autenrieth)

ιδος (ὤψ): fair-faced. (Od.)

English (Slater)

fair to look upon εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος (O. 10.74)

Greek Monolingual

εὐῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει ωραία μάτια, ωραία όψη («εὐώπιδα κούρην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκό του εύωψ βλ. λ.].

Greek Monotonic

εὐῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτός που έχει ωραία εμφάνιση, καλή όψη, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐῶπις: ιδος adj. f с красивыми глазами или с прекрасной наружностью (κούρη Hom., HH; Σελάνα Pind.; Δηϊάνειρα Soph.).

Middle Liddell

εὐ-ῶπις, ιδος [ὤψ]
fair to look on, Od., Pind.