βουθερής
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ές, affording summer-pasture, λειμών S.Tr.188.
German (Pape)
[Seite 456] ές, Rinder sömmernd, weidend, λειμών Soph. Tr. 188.
Greek (Liddell-Scott)
βουθερής: -ές, ὁ παρέχων βοσκὴν θερινήν, λειμὼν Σοφ. Τρ. 188.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
où paissent les bœufs durant l'été, ou simpl. où paissent les bœufs, qui nourrit les bœufs.
Étymologie: βοῦς, θέρος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): βούθοροι Hsch.
que proporciona pasto para los bueyes en verano λειμών S.Tr.188, cf. βουθερεῖ, βούθοροι Hsch.
Greek Monolingual
βουθερής, -ές (Α)
(λειμών) αυτός που έχει θερινή βοσκή για τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -θερής < θέρος.
Greek Monotonic
βουθερής: -ές (θέρος), αυτός που παρέχει θερινή βοσκή, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βουθερής: служащий летним пастбищем для скота (λειμών Soph.).
Middle Liddell
θέρος
affording summer-pasture, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουθερής -ές βοῦς, θέρος waar runderen in de zomer verblijven:. ἐν βουθερεῖ λειμῶνι in een zomerweide voor runderen Soph. Tr. 188.