κερδαλέως
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (Woodhouse)
(see also: κερδαλέος) profitably
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière avantageuse, utile.
Étymologie: κερδαλέος.
Russian (Dvoretsky)
κερδαλέως: по соображениям выгоды (δικαίως μᾶλλον ἢ κ. Thuc.).