συγκεκομμένως
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
Adv. of συγκόπτω, concisely, AB751.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεκομμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγκόπτω, κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν
επίρρ. με σύντμηση ή με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκομμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του συγκόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].