συναγωνισμός
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
ο, ΝΜ συναγωνίζομαι
νεοελλ.
1. άμιλλα για επικράτηση, αγώνας για υπερίσχυση
2. (οικον.) σύστημα ελεύθερης διεξαγωγής τών εργασιών από κάθε οικονομική μονάδα, με στόχο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης προσφοράς τών υπηρεσιών τους στο κοινό, σύστημα που είναι χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής οικονομίας της ελεύθερης αγοράς
3. φρ. α) «παρακώλυση συναγωνισμού»
(ποιν. δίκ.) πλημμέλημα που συνίσταται στην παρεμπόδιση της ελεύθερης διαμόρφωσης της πλειοδοσίας κατά τη διάρκεια πλειστηριασμού, με την άσκηση βίας ή την εκτόξευση απειλών ή την προσφορά δώρων ή υποσχέσεων σε όποιον προσφέρει ή προτίθεται να προσφέρει τιμή εκπλειστηριάσεως
β) «αθέμιτος συναγωνισμός»
(οικον.) συναγωνισμός που διεξάγεται με αθέμιτα μέσα
γ) «εκτός συναγωνισμού» — ασυναγώνιστος, εξαιρετικός
μσν.
1. βοήθεια, σύμπραξη
2. υποστήριξη («ἐκεῖνος μόνος γενναῖος ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν ἦλθε τῆς ἀληθείας», Ιω. Μον.).