σύμμιξη
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, -(ε)ίξεως, ΝΜΑ [[συμμ(ε)ιγνύω]]
ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα
νεοελλ.
1. συνένωση
2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους
αρχ.
1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ οὐκ ἔστι σύμμιξις πρὸς θεὸν οὐδὲ ὁμιλία σώματος», Πλούτ.)
2. σαρκική επαφή, συνουσία («περὶ τὰς τῶν γονέων συμμίξεις», Πλάτ.)
3. φρ. «ἐκ συμμίξεως» — με ανάμιξη (Αριστοτ.).