ἀπρέπεια
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
Ep. ἀπρεπίη, ἡ,
A unseemliness, Pl.R.465b, etc.
2 impropriety in writing, Id.Phdr.274b.
II ugliness, εἴδεος ἀπρεπίη APl.4.319, cf. Dsc.Alex.27.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπρεπίη AP 16.319
1 falta de decoro, indecencia μὴ ... ἀσχημοσύνην ἀπρέπειάν τε ἐντέκῃ ἀηδῆ Pl.Lg.893a, τῆς πολιτείας Arist.Pol.1270a13, ἐμοὶ μέντοι οὐδεμίαν ἀπρέπειαν ἐμφαίνειν δοκεῖ Sch.Er.Il.19.218, ἀπρέπια PIand.11.8 (III d.C.).
2 inoportunidad δι' ἀπρέπειαν ὀκνῶ καὶ λέγειν Pl.R.465b, εἰς ἀναρμοστίαν καὶ ἀπρέπειαν ἐκβάλλειν Pl.Ep.344d.
3 fealdad, deformidad εἴδεος AP l.c., cf. Dsc.Alex.27.
4 impropiedad al escribir γραφῆς Pl.Phdr.274b
•ret. colocación descuidada o poco elegante de las palabras, Sacerd.6.454.29.
German (Pape)
[Seite 338] ἡ, Unschicklichkeit, Unanständigkeit, der εὐπρέπεια entgegengesetzt, Plat. Phaedr. 274 b u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de convenance, de régularité.
Étymologie: ἀπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρέπεια: ἡ непристойность, неуместность Plat.; ἀπρέπειάν τινα ποιεῖν τινος Arst. позорить (своим поведением) кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρέπεια: ἡ, ἀπρεπὴς διαγωγή, ἔλλειψις εὐπρεπείας, ἀκοσμία, ἀσχημοσύνη, τὸ τοῦ Κικέρωνος discrepantia, Πλάτ. Πολ. 465C, κτλ. ΙΙ. ἀσχημία, εἴδους ἀπρεπίη (Ἐπ. τύπ.) Ἀνθ. Πλαν. 319.
Greek Monolingual
η (AM ἀπρέπεια)
έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας
νεοελλ.
κακή, απρεπής ενέργεια
αρχ.
ασχήμια.
Greek Monotonic
ἀπρέπεια: ἡ, ανάρμοστη συμπεριφορά, ακοσμία, έλλειψη ευπρέπειας, ασχημοσύνη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀπρεπής
unseemly conduct; indecency, impropriety, Plat.