δίπηχυς
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
υ, two cubits long, broad, etc., Hdt.2.78, Hp.Art.7, etc.
Spanish (DGE)
-υ
• Alolema(s): δίπᾱχυς AP 6.255 (Eryc.)
1 que mide dos codos, de dos codos ξύλον Hp.Art.7, Hdt.2.96, Plb.6.22.4, cf. Hp.Mochl.38, βῆμα Hdt.4.82, δρέπανα σιδηρᾶ X.Cyr.6.1.30, σηπίαι Arist.HA 524a27, ἡ περίμετρος (δένδρου) Thphr.HP 3.13.1, καταπάλται IG 22.1467.49, 51 (IV a.C.), κυπαρισσίνων ἀπότομα IG 11(2).287B.150 (Delos III a.C.), βότρυς Str.2.1.14, ῥάβδοι Dsc.3.5.1, ὄφεις Str.15.1.37, τύρσεις I.BI 5.165, cf. X.An.4.2.28, Arist.Mech.856b5, Str.3.2.7, AP l.c., Plu.Them.31, διάστημα τῆς γῆς Ph.2.357
•de pers., irón. AP 11.108, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ tu almita pasó de ser de dos dedos a ser de dos codos Arr.Epict.3.2.10.
2 neutr. sg. subst. τὸ δ. dos codos, medida de dos codos Pl.Phd.101b, Arist.Ph.206a4, Cat.5b26, 6a21, Plot.6.4.13, δίπηχύ που ἀναβαῖνον que sobrepasa los dos codos una planta, Dsc.1.3, cf. LXX Nu.11.31, ἀνέπεμψεν αὐτοὺς ἐς δίπηχυ τοῦ ἀέρος los lanzó hacia el aire a una altura de dos codos Philostr.VA 3.17
•tb. neutr. plu. κροκόδειλοι διπηχέων ἦσαν οὐκ ἐλάσσους había cocodrilos no inferiores a dos codos Paus.1.33.6, cf. 2.28.1.
German (Pape)
[Seite 639] υ, zwei Ellen groß; Her. 2, 78. 96; Plat. Phaed. 96 e u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίπηχυς: υ, ἔχων δύο πήχεων ἔκτασιν, Ἡρόδ. 2. 78, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, κτλ.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
de deux coudées.
Étymologie: δίς, πῆχυς.
Greek Monotonic
δίπηχυς: -υ, αυτός που έχει δύο πήχεις μήκος ή πλάτος κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δίπηχυς: размером в два пехия (ок. 0.92 м) Her., Plat., Arst.
Middle Liddell
adj
two cubits long, broad, etc., Hdt., etc.