δίγνωμος

From LSJ
Revision as of 10:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγνωμος Medium diacritics: δίγνωμος Low diacritics: δίγνωμος Capitals: ΔΙΓΝΩΜΟΣ
Transliteration A: dígnōmos Transliteration B: dignōmos Transliteration C: dignomos Beta Code: di/gnwmos

English (LSJ)

ον, of two minds, vacillating, Simp.in Epict.p.134 D., Diogenian.4.32.

Spanish (DGE)

-ον
1 indeciso, irresoluto Simp.in Epict.68.19, Diogenian.1.4.32.
2 de doble opinión, falso Heph.Astr.3.45.9, Didasc.Patr.80, ref. al principio fem. de las cosas, según los gnósticos, Iul.Gn. en Hippol.Haer.10.15.2.

German (Pape)

[Seite 615] zweifelhaft, Simplic.

Greek (Liddell-Scott)

δίγνωμος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, ἀμφίβολος, Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, ἀμφιβολία, δισταγμός, τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, προσποίησις, ἀστάθεια, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM -ος, -ον)
αυτός που έχει δύο γνώμες πάνω στο ίδιο ζήτημα, αμφίβολος
μσν.
1. διπρόσωπος, δόλιος
2. το ουδ. ως ουσ. το δίγνωμο
αστάθεια.