δασύθριξ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -τριχος, hairy, αἴξ AP 6.113 (Simm.), Nonn. D. 48.673; μῆλα AP 9.136 (Cyr.); of a person, ib. 11.345, cf. Polem. Phgn. 5.
Spanish (DGE)
(δᾰσύθριξ) -τριχος
peludo de anim. τράγος Theoc.7.15, αἴξ Simm.18.1, Nonn.D.48.673, Gp.18.9.4, μῆλα AP 9.136 (Cyrus)
•de pers. velludo, peludo Μητροφάνης AP 11.345 (Anon.), δ. γενειάς barba poblada Sch.S.Tr.13P.
•fig. δασύτριχα πυρσὸν ἰάλλων lanzando un espesa llamarada de fuego Nonn.D.2.516.
German (Pape)
[Seite 524] τριχος, dichthaarig, rauh, σῶμα Polem. Physiogn. 1, 5; δασύτριχος τράγοιο Theocr. 7, 15; αἴξ Simmi. 1 (VI, 113);δασὐτριχα μῆλα Lyr. 1 (IX, 133); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύθριξ: ὁ, ἡ, ὁ πυκνόθριξ, ὁ πλήρης τριχῶν, μῆλα Ἀνθ. Π. 6. 113· αἴξ Νόνν. Δ, 48. 673.
French (Bailly abrégé)
ύτριχος (ὁ, ἡ, τό)
aux poils épais, velu.
Étymologie: δασύς, θρίξ.
Greek Monolingual
δασύθριξ (-τριχος), ο, η (AM)
ο δασύτριχος.
Greek Monotonic
δᾰσύθριξ: ὁ, ἡ, δασύτριχος, μαλλιαρός, τριχωτός, λάσιος, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύθριξ -τριχος [δασύς, θρίξ] met dichte haarbos.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύθριξ: τρῐχος adj. косматый, шерстистый (τράγος Theocr.; μῆλα Anth.).