διάτιλμα

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτιλμα Medium diacritics: διάτιλμα Low diacritics: διάτιλμα Capitals: ΔΙΑΤΙΛΜΑ
Transliteration A: diátilma Transliteration B: diatilma Transliteration C: diatilma Beta Code: dia/tilma

English (LSJ)

ατος, τό, portion plucked off, φύλλων AP6.71 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
porción arrancada plu. διατίλματα ... φύλλων de una corona AP 6.71 (Paul.Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

διάτιλμα: τό, μέρος μαδημένον, μάδημα, Ἀνθ. Π. 6. 71.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil arraché, rognure.
Étymologie: διατίλλω.

Greek Monolingual

διάτιλμα, το (Α) διατίλλω
1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο
2. αποψίλωση.

Greek Monotonic

διάτιλμα: -ατος, τό (τίλλω), μαδημένο τμήμα από κάτι, μάδημα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διάτιλμα: ατος τό обрывок, клочок (διατίλματα φύλλων Anth.).

Middle Liddell

διά-τιλμα, ατος, τό, n τίλλω
a portion plucked off, Anth.