δυσέλεγκτος

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέλεγκτος Medium diacritics: δυσέλεγκτος Low diacritics: δυσέλεγκτος Capitals: ΔΥΣΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: dysélenktos Transliteration B: dyselenktos Transliteration C: dyselegktos Beta Code: duse/legktos

English (LSJ)

ον, hard to refute, of persons or arguments, Str.1.2.1 (Comp.), 11.6.4, Luc.Pisc.17.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de refutar de pers. Str.1.2.1, ἀλάζονες ἄνθρωποι καὶ δυσέλεγκτοι Luc.Pisc.17, οἰόμενοι δυσέλεγκτοι κατὰ τὸν λόγον Alex.Aphr.in Metaph.320.15, τὸ δὲ πόρρω δ. la lejanía dificulta la refutación Str.11.6.4, ὁ λόγος Dam.in Phd.174, Ammon.in Int.252.2
subst. τὸ δ. dificultad de ser refutado (λόγοι) ὅσοι ... οὐδὲ τὸ δριμὺ καὶ δ. ἔχουσιν Phlp.in Ph.59.6.
2 difícil de vencer, invencible neutr. subst. τὸ δ. dificultad de vencer, invencibilidad τοῦ σκότους Const.Or.S.C.1.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέλεγκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à convaincre.
Étymologie: δυσ-, ἐλέγχω.

Greek Monolingual

δυσέλεγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται
2. το ουδ. ως ουσ. το δυσέλεγκτον
η ιδιότητα του δυσερεύνητου.

Greek Monotonic

δυσέλεγκτος: -ον (ἐλέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, δυσεξέλεγκτος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσέλεγκτος: с трудом поддающийся убеждению (ἀλαζὼν καὶ δ. Luc.).

Middle Liddell

δυσ-έλεγκτος, ον ἐλέγχω
hard to refute, Luc.