βιολόγος
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
ὁ, one who represents to the life, player, IG14.2342, POxy.1025.7 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que representa la vida cotidiana, actor de mimos o comedias de costumbres, histrión, SEG 38.1412.4 (Perge II/III d.C.), IG 14.2342.6 (III d.C.), ITralleis 110.4, POxy.1025.7 (III d.C.), IGR 1.552 (Salona), IEphesos 1135.3, IGLS 9407 (IV d.C.), como trad. de lat. Atellani, Gloss.2.22.
German (Pape)
[Seite 445] ὁ, Lebensschilderer, Darsteller der Menschen nach dem Leben, Mimen, Schauspieler, φώς Epigr., Wolf Anal. 1 p. 106.
Greek (Liddell-Scott)
βιολόγος: ὁ, ὡς τὸ ἠθολόγος, ὁ παριστῶν αὐτὴν τὴν ζωήν, ὡς εἶνε, ὅ ἐ. ἠθοποιός, Συλλ. Ἐπιγρ. 6750, ἴδε Ἰακ. Ἀνθ. II. σ. 970.
Greek Monolingual
ο η (βιολόγος)
νεοελλ.
ο ασχολούμενος επιστημονικά με τη βιολογία
αρχ.
ο ηθοποιός.
Russian (Dvoretsky)
βιολόγος: ὁ представляющий бытовые сцены, жанровый актер Anth.