βοτρύϊος
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
α, ον, of grapes, φυτόν AP6.168 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
-α, -ον lleno de uvas φυτά AP 6.168 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 455] traubig, φυτόν, Weinstock, Paul. Sil. 44 (VI, 168), cod. Pal. βοτρύων.
Greek (Liddell-Scott)
βοτρύϊος: -α, -ον, βοτρύϊνος, ἐκ βοτρύων, φυτὸν = ἄμπελος, Ἀνθ. Π. 6. 168.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des grappes.
Étymologie: βότρυς.
Greek Monolingual
βοτρύϊος, -α, -ον (Α) βότρυς
φρ. «βοτρυΐον φυτόν» — το κλήμα.
Greek Monotonic
βοτρύϊος: -α, -ον (βότρυς), αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από σταφύλια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βοτρύϊος: с гроздевидными плодами (φυτόν Anth.).