ἀείνως
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
ων, Att. contr. for ἀείναος, v. ἀέναος.
Spanish (DGE)
v. ἀέναος.
German (Pape)
[Seite 40] att. = ἀείναος, Ar. Ran. 146; γλῶσσα oom. B. A. 347.
Greek (Liddell-Scott)
ἀείνως: -ων, Ἀττ. συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀείναος, ἴδε ἀέναος.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
contr. p. ἀείναος;
c. ἀέναος.
Greek Monotonic
ἀείνως: -ων, Αττ. συνηρ. αντί ἀείναος, βλ. ἀέναος.
Russian (Dvoretsky)
ἀείνως: стяж. к ἀείναος.