ἀμφίκλαστος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον, broken (cf. ἀμφιρρώξ), AP6.223.
Spanish (DGE)
-ον
partido en dos λείψανον ἀμφίκλαστον ... σκολοπένδρης AP 6.223 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 140] rings zerbrochen, λείψανον σκολοπένδρας Antip. Sid. 14 (VI, 223).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκλαστος: -ον, (κλάω) περίκλαστος, τεθραυσμένος ὁλόγυρα, Ἀνθ. Π. 6. 223.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brisé tout autour.
Étymologie: ἀμφικλάω.
Greek Monotonic
ἀμφίκλαστος: -ον (κλάω), σπασμένος ολόγυρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίκλαστος: весь изломанный, разбитый (λείψανόν τινος Anth.).