ἀμφίκαυστις

From LSJ
Revision as of 12:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκαυστις Medium diacritics: ἀμφίκαυστις Low diacritics: αμφίκαυστις Capitals: ΑΜΦΙΚΑΥΣΤΙΣ
Transliteration A: amphíkaustis Transliteration B: amphikaustis Transliteration C: amfikafstis Beta Code: a)mfi/kaustis

English (LSJ)

or ἀμφί-καυτις, εως, ἡ: (καίω):—A ripe barley, Ael.Dion. Fr.184, Hsch.s.v. καῦστις. II Com., pudenda, Cratin.381. III epithet of Demeter, Hsch.1.c.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cebada que empieza a granar Ael.Dion.α 108, Hsch.s.u. καῦστις
como epít. de Deméter, Hsch.l.c.
2 cóm. partes sexuales de la mujer, Cratin.381.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκαυστις: ἢ -καυτις, εως, ἡ, (καίω): «ἡ ὡρίμη κριθή», Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 1446. 29, «ἡ ἔκφυσις τῶν σταχύων· πυροὶ ἁδρυνόμενοι καὶ χόρτος» Ἡσύχ. ἐν λέξ. καῦστις. ΙΙ. παρὰ Κωμ., τὸ αἰδοῖον, Κρατῖν. Ἄδηλ. 30, ἔνθα ἴδε Meineke: «οἱ δὲ κωμικοὶ τὸ αἰδοῖον ... ἀπὸ τοῦ περικεκαῦσθαι» Ἐτυμ. Μ. 90. 33. - «Κρατῖνος δὲ ἐπὶ τοῦ μορίου ἔταξεν αὐτό» Ἡσύχ. ἔνθ’ ἀν., «εἴρηται μεταφορικῶς καὶ ἡ μάχη» Ἐτυμ. Μ. ἔνθ’ ἀν.

Greek Monolingual

ἀμφίκαυστις, -εως, η (Α)
1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη
2. (στους Κωμ.) το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. του καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω.