ἀμφιτρέχω

From LSJ
Revision as of 12:56, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτρέχω Medium diacritics: ἀμφιτρέχω Low diacritics: αμφιτρέχω Capitals: ΑΜΦΙΤΡΕΧΩ
Transliteration A: amphitréchō Transliteration B: amphitrechō Transliteration C: amfitrecho Beta Code: a)mfitre/xw

English (LSJ)

run round, surround, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Archil. 40; σέλας δ' ἀμφέδραμεν Pi.P.3.39; θείη δ' ἀμφιδέδρομεν χάρις Semon. 7.89.

Spanish (DGE)

rodear τοῖον γὰρ αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Archil.114, θείη δ' ἀμφιδέδρομεν χάρις Semon.8.89, σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου Pi.P.3.39.

German (Pape)

[Seite 145] (s. τρέχω), umlaufen, umgeben, σέλας ἀμφέδραμε Pind. P. 3, 39; perf. αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομε Archil. 16; Simonid. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτρέχω: περιτρέχω, περιβάλλω, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Ἀρχίλ. 37· σέλας δ’ ἀμφέδραμεν Πινδ. Π. 3. 69· θείη δ’ ἀμφιδέδρομεν χάρις Σιμων. Ἰαμβ. 6. 89.

French (Bailly abrégé)

courir autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέχω.

English (Slater)

ἀμφιτρέχω run round σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.39)

Greek Monolingual

ἀμφιτρέχω (Α)
τρέχω ολόγυρα, περιτρέχω, περικυκλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τρέχω.

Greek Monotonic

ἀμφιτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, περιτρέχω, περιβάλλω, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιτρέχω: обегать: ἀ. τι Pind. бегать вокруг чего-л.

Middle Liddell

to run round, surround, Pind.