ἀναλγής
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ές, = ἀνάλγητος, πρὸς τὸ αἰσχρόν Plu.2.528d: of a mortified state of body, Hp.Art.69; painless, θάνατος Plu.Sol.27.
Spanish (DGE)
-ές
1 insensible de miembros, Hp.Art.69
•fig. πρὸς τὸ αἰσχρόν Plu.2.528d.
2 indoloro, no doloroso ἀναλγῆ ... θάνατον Plu.Sol.27.
German (Pape)
[Seite 195] ές, Sp. = ἀνάλγητος, πνεῖμα Babr. 122, 8; Plut. Sol. 27 oft; auch = unempfindlich.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 sans douleur;
2 insensible.
Étymologie: ἀ, ἄλγος.
Greek Monolingual
ἀναλγής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν πονεί, ανώδυνος
2. ασυγκίνητος, ανάλγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + -αλγής < ἄλγος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλγής:
1) безболезненный (θάνατος Plut.);
2) бесчувственный, невосприимчивый (πρός τι Plut.).