ἀντικορύσσομαι
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
Med., take arms against, ἀνέμοις AP7.668 (Leon.), Ath.15.701b.
Spanish (DGE)
enfrentarse, oponerse ἀνέμοις AP 7.668 (Leon.), Οὐλπιανῷ Ath.701b.
German (Pape)
[Seite 253] sich dagegen rüsten, ἀνέμοις, part. praes., Leonid. Al. 28 (VII, 668); Ath. III, 106 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικορύσσομαι: μέσ., παρασκευάζομαι εἰς μάχην, ὁπλίζομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 668, Ἀθήν. 702Β.
French (Bailly abrégé)
prendre les armes, lutter contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, κορύσσομαι.
Greek Monolingual
ἀντικορύσσομαι (Α)
οπλίζομαι εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἀντικορύσσομαι: Μέσ., προετοιμάζομαι για μάχη ενάντια, τινί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικορύσσομαι: противоборствовать, бороться (ἀνέμοις Anth.).