ἀνταύγεια
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
or ἀνταυγία, ἡ, reflection of light, Placit. 2.20.12, X. Cyn. 5.18, Plu. 2.921b, Ps.-Hp. Hebd. 1.52; ἡλίου Onos. 29.2; τῆς χιόνος from the snow, DS. 17.82; shining in one's face, ἡλίου Ascl.Tact. 12.10.
Spanish (DGE)
ἀνταύγεια, -ας, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀνταυγία Hp.Hebd.1.52
reflejo luminoso, resplandor τῆς γῆς Pythag.B 36, de la luna, Plu.2.921a, Hp.l.c., ἡλίου Onas.29.2, Ascl.Tact.12.10, τῆς χιόνος D.S.17.82
•brillo, color vivo (λαγοί) διωκώμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι μάλιστα ... ἐὰν ἔχωσι ἔνιον ἐρύθημα ... διὰ τὴν ἀνταύγειαν X.Cyn.5.18
•de una piedra preciosa, Epiph.Const.Gemm.M.43.296D.
German (Pape)
[Seite 245] ἡ, dasselbe, Xen. Cyn. 5, 18; Plut. oft, z. B. ὥσπερ ἐν τοῖς ἐσόπτροις τὰ φαινόμενα κατ' ἀνταύγειαν de gen. Socr. 22 (p. 347).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réflexion de la lumière, reflet.
Étymologie: ἀνταυγής.
Greek Monolingual
η (Α ἀνταύγεια και -γία) ανταυγής
αντιφέγγισμα, λάμψη.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταύγεια: ἡ отражение света; отсвечивание, отблеск Xen., Plut., Diod.