ἀντίθετος

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίθετος Medium diacritics: ἀντίθετος Low diacritics: αντίθετος Capitals: ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ
Transliteration A: antíthetos Transliteration B: antithetos Transliteration C: antithetos Beta Code: a)nti/qetos

English (LSJ)

ον, A opposed, antithetic, ἀ. εἰπὼν οὐδέν Timoel. 127; φύσιν ἔχειν ἀ. πρός τι Plu.2.672c; ἀρεταῖς κακίαι ἀ. S.E.M.9.156, cf. Plot.2.5.2, Phld.Ir.p.87 W.: c.gen., inconsistent with, PTeb.24.63. Adv. ἀντί-τως, συζυγεῖν Plu.2.1022e, cf. Demetr.Eloc.24; ἀ. ἔχειν, of bones in arm, Heliod. ap. Orib.44.23.27; ἀ. ἀντικεῖσθαι, of ὑγίεια and νόσος, opp. ἀντιφατικῶς, Alex.Aphr. in Top.580.1. 2=διάμετρος, Vett.Val.340.23. 3 ἀ. ψᾶφος blackball, GDI4p.1204 (Itanos). 4 ἀντίθετον, τό, antithesis, Ar.Fr.326, Arist.Rh.Al.1435b26, Aeschin. 2.4.

Spanish (DGE)

-ον
I 1opuesto, antitético ἀρεταῖς κακίαι ἀ. S.E.M.9.156, cf. Plot.2.5.2, Phld.Ir.p.87, ἀ. φύσιν ... πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος Plu.2.672b, cf. Gr.Nyss.Eun.2.478
ἐξ ἀ. en oposición Basil.M.29.644C.
2 contrario, hostil ἀ. ψᾶφος ICr.3.4.1.28 (Itanos III a.C.), c. dat. τῷ θελήματι τοῦ πατρός Ath.Al.M.28.1141C.
3 astrol. diametralmente opuesto Vett.Val.340.23.
4 incompatible ἑτέραις χρείαις ἀντιθέταις τῆς καθ' ἑαυτοὺς ἀσχολία (ς) en otras funciones incompatibles con sus cargos, PTeb.24.63 (II a.C.).
5 de poemas que responde, antifonal τέρψιν ... ἀ. μελέων Gr.Naz.M.37.1388A.
II que está en lugar de c. gen. ἠράμεθα ... ἀντίθετον προτέρης χάριτος χάριν Nonn.Par.Eu.Io.1.16.
III subst. τὸ ἀ. ret.
1 antítesis como algo propio de la sofística, Ar.Fr.327, cf. Cratin.Iun.7.4, Timocl.12, Epicur.Fr.[20.4] IV a 23, Γοργίου τὰ πολλὰ ἀ. Demetr.Eloc.29.
2 argumento contrario, objeción ἀποκριθῆναι ἀντίθετα LXX Ib.32.3.
IV adv. -ως
1 ret. antitéticamente διὰ τὸ τῷ σχήματι ἀ. γεγράφθαι Demetr.Eloc.24.
2 lóg. en oposición o antítesis Alex.Aphr.in Top.580.1.
3 en posición enfrentada συζυγεῖν Plu.2.1022e, ἀ. ἔχειν de la disposición anatómica de ciertos huesos, Heliod. en Orib.44.20.27.

German (Pape)

[Seite 252] entgegengesetzt, entgegenstehend, Plut. u. bes. Gramm.; τὸ ἀντίθετον, der Gegensatz, Arist. rhet. Al. 27; Plut. Auch adv. ἀντιθέτως, Plut. de an. procr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίθετος: -ον, (ἀντιτίθημι), ἐναντίος, ἀντίθετον εἰπὼν οὐδὲν Τιμοκλ. ἐν «Ἥρωσιν» 1· φύσιν ἔχειν ἀντ. πρός τι Πλούτ. 2. 672Β· ἀρεταῖς κακίαι ἀντ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 156. 2) ἀντίθετον, τό, ἀντίθεσις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 300 Β, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 27. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opposé.
Étymologie: ἀντιτίθημι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίθετος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον ή κάτι άλλο
νεοελλ.
1. αυτός που είναι τοποθετημένος αντίθετα προς κάποιον ή κάτι άλλο
2. ο αντιτιθέμενος σε κάτι ή κάποιον, εκείνος που έχει διαφορετική άποψη
3. ο αντίπαλος
4. φρ. οι αντίθετοι
οι πολιτικοί αντίπαλοι
5. (για πράγματα) ανάποδος, αντίστροφος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθετον
η αντίθεση (ως ρητορικό σχήμα).

Russian (Dvoretsky)

ἀντίθετος: противоположный Plut., Sext.