ἀποδημητικός

Revision as of 13:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ή, όν, fond of wandering or fond of travelling, Dicaearch.1.9, Vett.Val. 98.7; παράστασις ἀποδημητική = banishment to foreign parts, of ostracism, Arist. Pol.1308b19: metaph., migratory, i.e. mortal, Arr.Epict.3.24.4, cf. ib.60,105.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo a uno aficionado a los viajes ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.
2 fuera del propio país παράστασις Arist.Pol.1308b19.
3 migratorio de los peces, Basil.M.29.156C
fig. mortal de un hombre, Arr.Epict.3.24.4, cf. 60, 105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., διαβατικός, ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. αὐτόθι 60 καὶ 105.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui voyage à l'étranger;
2 qui émigre (de ce monde dans l'autre), mortel.
Étymologie: ἀποδημέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀποδημητικός, -ή, -όν) αποδημώ
αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός
νεοελλ.
«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν
αρχ.
1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει
2. θνητός.

Greek Monotonic

ἀποδημητικός: -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· παράστασις ἀποδημητική, εξορία στα ξένα, δηλ. εξοστρακισμός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδημητικός: странствующий на чужбине: ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις τινός Arst. подвергнуть кого-л. изгнанию из отечества, изгнать из отечества.

Middle Liddell

[from ἀδημέω]
fond of travelling: παράστασις ἀπ. banishment to foreign parts, i. e. ostracism, Arist.