ἀπολάμπω

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολάμπω Medium diacritics: ἀπολάμπω Low diacritics: απολάμπω Capitals: ΑΠΟΛΑΜΠΩ
Transliteration A: apolámpō Transliteration B: apolampō Transliteration C: apolampo Beta Code: a)pola/mpw

English (LSJ)

A shine or beam from, αἰχμῆς ἀπέλαμπ' εὐήκεος (sc. φῶς) Il.22.319, cf.Ar.Av.1009; ἀστὴρ ὣς ἀπέλαμπεν Il.6.295, Od.15.108: —Med., χάρις ἀπελάμπετο grace beamed from her, Il.14.183, cf. Od. 18.298; χρυσοῦ ἀπολάμπεται gleams with gold, Luc.Syr.D.30. 2 reflect light, Epicur.Ep.2p.51U. II c. acc. cogn., αὐγὴν ἀ. Luc. Dom.8; ἀστραπῆς κάλλος Callistr. Stat.5; θεῖόν τι Philostr.Im.1.16.

Spanish (DGE)

I intr.
1 resplandecer, brillar ἀστὴρ δ' ὣς ἀπέλαμπεν Il.6.295, Od.15.108, ἀπέλαμψε βίος A.R.4.1710
c. ac. int. στολῇ θεῖον ... ἀπολαμπούσῃ Philostr.Im.1.16
c. gen. de origen salir un centelleo αἰχμῆς ἀπέλαμπ' Il.22.319
en v. med. πῦρ δ' ὣς ὀφθαλμῶν ἀπελάμπετο Hes.Sc.72, ὁ νηὸς χρυσοῦ ... πολλοῦ ἀπολάμπεται Luc.Syr.D.30
fig. en v. med. χάρις δ' ἀπελάμπετο πολλή un gran encanto se derramaba, Il.14.183, cf. Pamprepius 3.106, c. gen. de origen κεράων ἀπελάμπετο κόσμος Colluth.319, cf. Call.Dian.102
tb. en v. act. de un orador ὥσπερ ... ἀστὴρ ἀπέλαμπεν Eun.VS 474.
2 reflejar la luz (τοῦ ἀέρος) πάλιν ἀπολάμποντος Epicur.Ep.[3] 109.
II tr. irradiar αὐγήν τινα Luc.Dom.8.

German (Pape)

[Seite 310] abglänzen, zurückstrahlen, αἰχμῆς ἀπέλαμπε, es strahlte von der Lanzenspitze, Il. 22, 319; ἀστὴρ ἃς ἀπέλαμπεν, glänzte wie ein Stern, Od. 15, 108 Iliad. 19, 381. 6, 295; χάρις δ' ἀπελάμπετο πολλή Od. 18, 298 Iliad. 14, 183, Homerisch med. statt des act.; ὁ νηὸς χρυσοῦ ἀπολάμπεται Luc. Dea Syr. 30; Hes. Th. 583. Sp. brauchen es auch transit., αὐγὴν ἀπολάμπειν, Glanz ausstrahlen, Luc. Dom. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολάμπω: μελλ. -ψω, ἐκπέμπω λάμψιν, λάμπω, αἰχμῆς ἀπέλαμπ’ εὐήκεος (δηλ. φῶς) Ἰλ. Χ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρ. 1009· ἀστὴρ δ’ ὣς ἀπέλαμπεν Ἰλ. Ζ. 295, Ὀδ. Ο. 108: ― Μέσ., χάρις ἀπελάμπετο, ἐξέλαμπεν ἀπ. αὐτῆς, Ἰλ. Ξ. 183, πρβλ. Ὀδ. Σ. 298· χρυσοῦ ἀπολάμπεται, λάμπει ἐκ χρυσοῦ, Λουκ. π. Οἴκου 8· ἀστραπὴν Καλλίστρ. 895.

French (Bailly abrégé)

briller, resplendir ; • impers. αἰχμῆς ἀπέλαμπε IL la lumière jaillissait de sa lance;
Moy. ἀπολάμπομαι briller.
Étymologie: ἀπό, λάμπω.

English (Autenrieth)

ipf. act. and mid.: give forth a gleam, be resplendent; τρυφάλεια, Il. 19.381, πέπλος, Il. 6.295; impers., ὣς αἰχμῆς ἀπέλαμπε, ‘such was the gleam from the spear,’ Il. 22.319; fig., χάρις ἀπελάμπετο, Od. 18.298.

Greek Monolingual

ἀπολάμπω)
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ.

Greek Monotonic

ἀπολάμπω: μέλ. -ψω, εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ από κάτι, λέγεται για το φως, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., χάρις ἀπελάμπετο, η χάρη ακτινοβολούσε απ' αυτή, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολάμπω:
1) тж. med. светить(ся), блестеть, сиять (ἀστὴρ ὥς Hom.; ὁ νηὸς χρυσοῦ ἀπολάμπεται Luc.; χάρις ἀπελάμπετο Hes.): αἰχμῆς ἀπέλαμπε impers. Hom. сверкание шло от копья;
2) излучать (αὐγήν Luc.).

Middle Liddell


to shine or beam from a thing, of light, Il.; so in Mid., χάρις ἀπελάμπετο grace beamed from her, Hom.